- αμματίζω
- ἁμματίζω (Α)1. δένω με κόμπο2. συνενώνω, συναρμολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμμα.ΠΑΡ. αρχ. ἁμματισμόςνεοελλ.αμμάτιση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁμματίζω — tie pres subj act 1st sg ἁμματίζω tie pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμματίζω — βλ. ματίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁμματιζομένων — ἁμματίζω tie pres part mp fem gen pl ἁμματίζω tie pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματίζει — ἁμματίζω tie pres ind mp 2nd sg ἁμματίζω tie pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματίξαι — ἁμματίζω tie aor inf act ἁμματίξαῑ , ἁμματίζω tie aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματίσαι — ἁμματίζω tie aor inf act ἁμματίσαῑ , ἁμματίζω tie aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμματισμέναι — ἁμματίζω tie perf part mp fem nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡμματισμένᾱͅ , ἁμματίζω tie perf part mp fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματιζέσθω — ἁμματίζω tie pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματιζέσθωσαν — ἁμματίζω tie pres imperat mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματισθῇ — ἁμματίζω tie aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)